- τρίκκος
- τρίκκος· ὀρνιθάριον <ὁ> καὶ βασιλεὺς ὑπὸ Ἠλείων, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίκκος — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ηλείους) «ὀρνιθάριον, (ὁ) καὶ βασιλεύς» … Dictionary of Greek